- εξαλείφω
- (AM ἐξαλείφω) [αλείφω]1. αφαιρώ κάτι (κηλίδα, σήμα κ.λπ.) από μια επιφάνεια με τρίψιμο, σβήνω («εξάλειψε τις κηλίδες με μπογιά»)2. (για πράξη, κατάσταση, συναίσθημα) σβήνω, βγάζω από τον νου, τη σκέψη μου («πάσας τὰς ἐλπίδας ἐξαλείψαντες, ἀπόλλυνται», Διόδ. Σικ.)3. (για αμαρτία, αξιόποινη πράξη) συγχωρώ («ἐξάλειψον τὸ ἀνόμημά μου», ΠΔ)4. (για πρόσ.) καταστρέφω, εξαφανίζω («ἡ Σπάρτης εὐδαιμονίη οὐκ ἐξηλείφετο», Ηρόδ.)νεοελλ.1. συντελώ ώστε να μην υπολογίζεται κάτι («η κατάσταση άμυνας εξαλείφει το αξιόποινο»)2. κάνω να ξεχαστεί («η παρουσία του εξάλειψε τη δυσάρεστη ατμόσφαιρα»)μσν.1. νικώ2. (για χρήματα) δαπανώ, σπαταλώ3. (για τόπο) καταστρέφω, λεηλατώαρχ.1. αλείφω εντελώς, επικαλύπτω («τοῡ δὲ σώματος τὸ μὲν ἥμισυ ἐξηλείφοντο γύψῳ», Ηρόδ.)2. ακυρώνω, καταργώ («πολὺ κάλλιον τοὺς κειμένους μὲν νόμους ἐξαλεῑψαι, ἑτέρους δέ θεῑναι», Λυσ.).
Dictionary of Greek. 2013.